- αγκύριο
- το (Αρχιτ.)έτσι χαρακτηρίζονται γενικά όλα τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την αγκύρωση* είτε δύο δομικών υλικών μεταξύ τους είτε δύο μερών τού ίδιου υλικού ή τέλος ενός υλικού πάνω σε άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκύριο — το μικρή άγκυρα, ιδίως αυτή πάνω στην οποία δένεται η νάρκη που ρίχνεται στη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπλωτήρας — ο ναυτ. μεταλλικός πλωτήρας με σχήμα δελφινιού και εφοδιασμένος με κατάλληλα πτερύγια, για να τόν συγκρατούν σταθερά σε βάθος 5 περίπου μέτρων, ο οποίος ρυμουλκείται με συρματόσχοινα από δύο πλοία που πλέουν παράλληλα, ώστε όταν συναντούν το… … Dictionary of Greek